- Ὀδοάκρου
- Ὀδόακροςmasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
άντα — Ο μεγαλύτερος παραπόταμος (313 χλμ.) του Πάδου και τέταρτος σε μήκος ποταμός της Ιταλίας. Πηγάζει από τις Ρετικές Άλπεις σε ύψος 2.290 μ. και ο άνω ρους του διαρρέει την κοιλάδα Βαλτελίνα που σχημάτισαν οι διαβρώσεις των παγετώνων. Εκβάλλει… … Dictionary of Greek
ορέστης — I Μυθολογικός ήρωας, γιος του Αγαμέμνονα και της Κλυταιμνήστρας. Ο μύθος του στρέφεται γύρω από τον φόνο της μητέρας του και του Αιγίσθου, τον οποίο πραγματοποίησε για να εκδικηθεί τον τραγικό θάνατο του πατέρα του. Αυτή η πράξη του, την οποία… … Dictionary of Greek
βαρβαρικές επιδρομές — Ονομάζονται έτσι οι μετακινήσεις των αποκαλούμενων βαρβαρικών λαών, που στον 4ο και 5o αι. μ.Χ. κατέληξαν στα εδάφη της Δυτικής Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας και προκάλεσαν την πτώση της. Στην πραγματικότητα, οι β.ε. στην Ευρώπη ακολούθησαν η μία μετά… … Dictionary of Greek
Λαδίσλαος — I (Wladyslav). Όνομα βασιλιάδων και ηγεμόνων της Πολωνίας. 1. Λ. Χέρμαν (1043 – 1102). Ηγεμόνας της Πολωνίας (1081 – 1102). Διαδέχθηκε στην εξουσία τον αδελφό του, Βολέσλαο Β’, αν και κατείχε μόνο τον τίτλο του δούκα της Πολωνίας. Χαρακτηριστικό… … Dictionary of Greek
Οδόακρος — Γερμανός στρατηγός, που έδρασε κατά το β’ μισό του 5ου αι., επικεφαλής των μισθοφόρων Ερούλων που υπηρετούσαν στον ρωμαϊκό στρατό της Δύσης. Με αφορμή τη δυσαρέσκεια των μισθοφόρων αυτών, που ζητούσαν το ένα τρίτο των ιταλικών γαιών, ανέτρεψε τον … Dictionary of Greek
Τράπανι — (Trapani). Πόλη (π. 72.848 κάτ.) της νοτιοδυτικής Σικελίας, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας. Είναι χτισμένη σε μια γλώσσα γης σε υψόμ. 3 μ., κοντά στο βορειότερο από τα νησιά των Αιγουσών, το Λεβάντσο, ενώ στο βάθος του υψώνεται ο λόφος του… … Dictionary of Greek